καταπολεμήσω

καταπολεμήσω
καταπολεμέω
war down
aor subj act 1st sg
καταπολεμέω
war down
fut ind act 1st sg
καταπολεμέω
war down
aor subj act 1st sg
καταπολεμέω
war down
fut ind act 1st sg
καταπολεμέω
war down
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
καταπολεμέω
war down
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νοσομαχώ — νοσομαχῶ, και νοσημαχῶ, έω (Μ) προσπαθώ να καταπολεμήσω νόσο που με βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • καταπολεμώ — και καταπολεμάω καταπολέμησα, καταπολεμήθηκα, καταπολεμημένος 1. κατανικώ, κατασυντρίβω, κατατροπώνω: Τον καταπολέμησαν τον εχθρό στην ίδια του τη χώρα. 2. ενεργώ εντατικά εναντίον κάποιου, αντιπολιτεύομαι: Θα τον καταπολεμήσω στις εκλογές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”